- μπουρδουκλώνω
- μπουρδουκλώνω, μπουρδούκλωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μπουρδουκλώνω — 1. μπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω 2. τακτοποιώ πρόχειρα μια υπόθεση, κάνω κάτι πρόχειρα και βιαστικά, χωρίς προσοχή 3. μέσ. μπουρδουκλώνομαι πεδικλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπουρδουκλώνω και μπουρκλώνομαι < μποδουκλώνομαι < μπεδικλώνομαι <… … Dictionary of Greek
μπουρδουκλώνω — μπουρδούκλωσα, μπουρδουκλώθηκα, μπουρδουκλωμένος, μπερδεύω, ανακατώνω: Με μπουρδούκλωσε και δέχτηκα να βγω μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπερδουκλώνω — (Μ μπερδουκλώνω) μπουρδουκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών μπερδεύω + μσν. μποδουκλώνω (< πεδοκλώνω < πεδικλώνω < πέδικλον)] … Dictionary of Greek
μπουρδούκλωμα — το [μπουρδουκλώνω] 1. μπλέξιμο, μπέρδεμα, ανακάτωμα 2. πρόχειρη κάλυψη μιας παρατυπίας ή αταξίας 3. το πεδίκλωμα … Dictionary of Greek
μπουρκλώνομαι — μπουρδουκλώνομαι, σκοντάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μπουρδουκλώνω] … Dictionary of Greek